- συγκαταβιβάζω
- Α1. παρασύρω, παραπλανώ2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταβιβάσω — συγκαταβιβάζω decoy aor subj act 1st sg συγκαταβιβάζω decoy fut ind act 1st sg συγκαταβιβάζω decoy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταβιβάζειν — συγκαταβιβάζω decoy pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταβιβάσας — συγκαταβιβά̱σᾱς , συγκαταβιβάζω decoy fut part act fem acc pl (doric) συγκαταβιβά̱σᾱς , συγκαταβιβάζω decoy fut part act fem gen sg (doric) συγκαταβιβάσᾱς , συγκαταβιβάζω decoy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)